- ἐθέλοντα
- ἐθέλωto be willingpres part act neut nom/voc/acc plἐθέλωto be willingpres part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
'θελοντάς — ἐθελοντά̱ς , ἐθελοντής masc acc pl ἐθελοντά̱ς , ἐθελοντής masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'θέλοντα — ἐθέλοντα , ἐθέλω to be willing pres part act neut nom/voc/acc pl ἐθέλοντα , ἐθέλω to be willing pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθελοντάς — ἐθελοντά̱ς , ἐθελοντής masc acc pl ἐθελοντά̱ς , ἐθελοντής masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθέλοντ' — ἐθέλοντα , ἐθέλω to be willing pres part act neut nom/voc/acc pl ἐθέλοντα , ἐθέλω to be willing pres part act masc acc sg ἐθέλοντι , ἐθέλω to be willing pres part act masc/neut dat sg ἐθέλοντι , ἐθέλω to be willing pres ind act 3rd pl (doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PEREGRINUS — I. PEREGRINUS Consul cum Aemiliano, an. Urb. Cond. 99. II. PEREGRINUS Guilielmus, vide ibi. III. PEREGRINUS Landenbergius, ab Albesto Imperatore Underwaldiis praefectus impositus, Henricô Melchtaliô duriter habitô, quippe cui oculos eruit,… … Hofmann J. Lexicon universale
πλάζω — (I) Α (ποιητ. τ.) 1. κάνω κάποιον να περιπλανάται, τόν εκτρέπω από τον δρόμο του και από τον σκοπό του, παραστρατίζω (α. «ἀλλά με δαίμων πλάγξ ἀπὸ Σικανίης δεῡρ ἐλθέμεν», Ομ. Οδ. β. «Σκύρου μὲν ἅμαρτεν, ἵκοντο εἰς Ἐφύραν πλαγχθέν τες», Πίνδ.) 2.… … Dictionary of Greek
προσέρπω — και δωρ. τ. ποθέρπω Α [ἕρπω] 1. (κυριολ. και μτφ.) πλησιάζω έρποντας, σιγά σιγά, αθόρυβα (α. «τόμβον προσεῑρπον ἆσσον», Σοφ. β. «τὰς προσερπούσας τύχας», Σοφ. γ. «τὸν προσέρποντα χρόνον», Πίνδ.) 2. επέρχομαι («ἅ μ ἐθέλοντα προσέρπει καλλιρόοισι… … Dictionary of Greek